- Γορτυνίου
- Γορτύνιοςmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Γόρτυς — Ονομασία δύο αρχαίων ελληνικών πόλεων. 1. Πόλη της Αρκαδίας χτισμένη στις όχθες του ποταμού Γορτυνίου. Αναφέρεται επίσης με την ονομασία Γόρτυνα. Από τα ευρήματα των ανασκαφών, που ξεκίνησαν το 1941 Γάλλοι αρχαιολόγοι, φαίνεται ότι η πόλη ή… … Dictionary of Greek
Δημητσάνα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 960 μ., 611 κάτ.) στην πρώην επαρχία Γορτυνίας του νομού Αρκαδίας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου καθώς και έδρα, μαζί με τη Μεγαλόπολη, της μητρόπολης Γόρτυνος και Μεγαλουπόλεως. Η Δ. είναι χτισμένη σε ένα ύψωμα, με… … Dictionary of Greek